Από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι Ελληνορθόδοξοι Χριστιανοί της Προσοτσάνης καθιέρωσαν και γιόρταζαν σαν ετήσια χριστιανική γιορτή την ημέρα του Προφήτη Ηλία.
Αν και “Προφήτης των βουνών” οι κάτοικοι της Προσοτσάνης τον θεωρούσαν προστάτη και φύλακα της αγροτικής τους
παραγωγής από τις καλοκαιρινές καταστροφές, όπως χαλαζοπτώσεις, ξηρασία, πλημμύρες, κεραυνούς. Το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία υπολογίζεται ότι χτίστηκε κάπου στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Το 1920 εγκαταστάθηκε στον χώρο ο μοναχός Νείλος που καταγόταν από την Ραιδεστό της Μικράς Ασίας, ο οποίος έφτιαξε ένα μικρό καλύβι και έμενε εκεί χειμώνα καλοκαίρι. Η δενδροφύτευση στο χώρο αλλά και σε άλλα εκκλησάκια έγινε από τον ίδιο.
Σύμφωνα με αφηγήσεις κατοίκων της Προσοτσάνης στα τέλη του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου τις ημέρες του πανηγυριού διοργανώνονταν γύρω από το εκκλησάκι μεγάλη εμποροπανήγυρη και ζωοπάζαρο. Το πανηγύρι διαρκούσε 2-3 μέρες και τα βράδια γινόταν μεγάλα γλέντια στα οποία συμμετείχε όλος ο κόσμος, ακόμα και οι Τούρκοι. Οι κάτοικοι της Προσοτσάνης πήγαιναν στον χώρο της πανήγυρης τις απογευματινές ώρες, γλεντούσαν όλη τη νύχτα, τις πρωινές ώρες πήγαιναν στα χωράφια τους, τέλειωναν τις δουλειές τους ως αργά το απόγευμα και ξεκινούσαν πάλι για τον Προφήτη Ηλία για να συμμετέχουν στο γλέντι. Αυτό γινόταν όλο το τριήμερο της γιορτής παρόλο που ήταν μια εποχή που οι εργασίες για την περισυλλογή του καπνού ήταν ιδιαίτερα κοπιαστικές.
Χαρακτηριστικό ήταν και το περίφημο «νυφοπάζαρο» που έδινε την ευκαιρία στους νέους και τις νέες να συναντηθούν κάνοντας βόλτα ή χορεύοντας στο γλέντι. Εκεί γινόταν και τα περισσότερα προξενιά που αργότερα κατέληγαν σε γάμο...
Επισκέπτες από πολλά μέρη ερχόταν με τα κάρα τους και κατασκήνωναν στον χώρο από την παραμονή του Προφήτη Ηλία. Την δεκαετία του ‘20 άρχισαν να εμφανίζονται και θεατρικοί θίασοι. Μετά την δεκαετία του ‘40 ανέβαζαν θεατρικές παραστάσεις οι θεατρικές ομάδες των ποδοσφαιρικών συλλόγων της Προσοτσάνης και
διοργάνωναν ακόμα και αγώνες πάλης.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 οι εκδηλώσεις ατόνησαν. Ένας μεγάλος όμως αριθμός θεομηνιών και ατυχημάτων έκανε τους κατοίκους να αναλογιστούν ότι δεν τιμούσαν τον Προφήτη με τον δέοντα τρόπο και αποφάσισαν να δώσουν στους εορτασμούς μεγαλύτερη λαμπρότητα. Το 1979, το εκκλησάκι χτίζεται εξ’ ολοκλήρου με την οικονομική προσφορά της οικογένειας του συμπολίτη μας κ. Σταύρου Καλαϊτζή.
Στην δεκαετία του ‘90 αναβαθμίζεται ο περιβάλλοντας χώρος, γίνεται νέα δεντροφύτευση, δημιουργείται βοηθητικό γήπεδο ποδοσφαίρου και ξεχωριστό πεδίο για πολιτιστικές εκδηλώσεις, συναυλίες κ.λ.π. Το πανηγύρι αποκτά την αίγλη και την φήμη που είχε προπολεμικά, θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα και καλύτερα πανηγύρια της περιοχής μας και όχι μόνο. Συμπληρώνεται με πλήθος αθλητικών εκδηλώσεων, εμποροπανήγυρης , παρουσιάσεις και εμφανίσεις πολιτιστικών συλλόγων και συναυλιών.
Κάθε καλοκαίρι οι πολυήμερες πολιτιστικές εκδηλώσεις, που ολοκληρώνονται την ημέρα του Προφήτη Ηλία, αποτελούν ένα ξεχωριστό πολιτιστικό γεγονός για την περιοχή και έχουν γίνει μέρες ανταμώματος όλων των Προσοτσανιωτών όπου κι αν βρίσκονται...
Το Κάτω Νευροκόπι είναι κωμόπολη του νομού Δράμας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Έχει
πραγματικό πληθυσμό 2.157 κατοίκους (2011). Το Κάτω Νευροκόπι βρίσκεται στο κέντρο του ομώνυμου οροπεδίου, βορειοδυτικά της Δράμας σε απόσταση 47χλμ. από το κέντρο της. Το παλαιό όνομα της κώμης ήταν Ζύρνοβο και μετονομάστηκε σε Κάτω Νευροκόπι από τους Έλληνες του Νευροκοπίου (σήμερα στη Βουλγαρία) που προσέφυγαν εκεί μετά τη συνθήκη του Νεϊγύ.
Το Κάτω Νευροκόπι έχει ηπειρωτικό κλίμα. Η ψυχρότητα των χειμώνων του είναι χαρακτηριστική• αναφέρεται και ως "Σιβηρία της Ελλάδας" διότι στην περιοχή καταγράφονται μερικές από τις χαμηλότερες θερμοκρασίες στην Ελληνική επικράτεια. Η χαμηλότερη θερμοκρασία που έχει ποτέ καταγραφεί είναι -28°C.
Η ευρύτερη περιοχή του Κάτω Νευροκοπίου έχει κατοικηθεί από την Παλαιολιθική περίοδο. Οι κάτοικοι κατά την Αρχαϊκή εποχή είχαν επαφές με τα κεντρικά Βαλκάνια, αλλά και με τα παράλια της Μακεδονίας και Θράκης. Οι φυλές που κατοικούσαν ήταν Θρακικές, κυρίως Οδομάντες και Ηδωνοί. Η περιοχή του λεκανοπεδίου του Κάτω Νευροκοπίου κατακτήθηκε από το Φίλιππο Β΄. Μετά τη Μάχη των Φιλίππων, το 42 π.Χ. εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, Ρωμαίοι. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, υπήρχαν μεγάλα κτήματα, ιδιωτικά και μοναστικά. Μετά τον 7ο αιώνα η περιοχή δέχτηκε κύματα σλαβικών επιδρομών από το Βορρά.
Το 1383 κατακτήθηκε η περιοχή από τους Οθωμανούς και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μουσουλμάνοι. Το 1530 είχε 385 χριστιανικά και 219 μουσουλμανικά νοικοκυριά.
Το 1870 ιδρύθηκε η Βουλγαρική εξαρχία και μια μακρά περίοδος εθνικών ανταγωνισμών λαμβάνει χώρα και στο Κάτω Νευροκόπι. Το 1882 ξεκίνησε η προσπάθεια της Ελληνικής πλευράς να αμυνθεί στις Βουλγαρικές αξιώσεις με τη βοήθεια της μητρόπολης. Οι εξαρχικοί του Κάτω Νευροκοπίου διεκδίκησαν το ναό του Αγίου Δημητρίου. Το 1899 οι εξαρχικοί προκάλεσαν επεισόδια για τον έλεγχο του ναού και η Οθωμανική διοίκηση αποφάσισε να αναστείλει τη λειτουργία του. Το Πάσχα του 1901 οι Οθωμανική διοίκηση επέτρεψε την επαναλειτουργία του ναού με τη συμφωνία της εναλλάξ λειτουργίας σε ελληνικά και βουλγαρικά, αλλά το Πάσχα του 1902 λόγω της συνέχισης των επεισοδίων, ο ναός ξανάκλεισε. Την επόμενη χρονιά, Βούλγαροι κομιτατζήδες ανέλαβαν ένοπλη δράση στην περιοχή προκειμένου να τρομοκρατήσουν τους Ελληνικούς πληθυσμούς. Τότε δολοφονήθηκε και ο δάσκαλος Θωμάς Παπαγεωργίου.
Τον Οκτώβριο του 1903 με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Δράμας, ο ναός του Αγίου Δημητρίου λειτούργησε ξανά, ενόψει της γιορτής του ομώνυμου Αγίου με συμμετοχή πατριαρχικών και εξαρχικών. Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου όμως, ένοπλη ομάδα 30 κομιτατζήδων επιτέθηκαν στο ναό και συνέλαβαν τους Έλληνες εκκλησιαστικούς επιτρόπους Ιωάννη Ζαφειρίου, Νικόλαο Γερμανό, το γιο του Γεώργιο Γερμανό και το δάσκαλο Κωνσταντίνο Χρηστίδη, τους οποίους εκτέλεσαν. Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1906, σώμα 300 κομιτατζήδων περικύκλωσαν το Κάτω Νευροκόπι και μετά από τρίωρη επίθεση δολοφόνησαν τους Έλληνες προύχοντες.
Ο ελληνικός στρατός μπήκε στη κωμόπολη στις 4 Ιουλίου του 1913. Τα επόμενα χρόνια, και μετά τις ανταλλαγές πληθυσμών, στο Κάτω Νευροκόπι κατέφυγαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι μετανάστευσαν στην Τουρκία σύμφωνα με την Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών ενώ, μέχρι το 1932, 324 εξαρχικές οικογένειες μετανάστευσαν στη Βουλγαρία.
Την 1η Απριλίου του 1927 η κωμόπολη μετονομάστηκε από Ζύρνοβο σε Κάτω Νευροκόπι.
Ο Δήμος Νευροκοπίου είναι πλούσιος σε εκκλησίες και παρεκκλήσια, που είναι διάσπαρτα σε όλα το λεκανοπέδιο, οι πιο σημαντικές όμως από πλευράς αρχιτεκτονικής σημασίας και παλαιότητας είναι οι ακόλουθες.
-Ο Ιερός Ναός του Αγίου Δημητρίου στο Νευροκόπι. Χτισμένος το 1866 με την τρίκλιτη βασιλική ξυλόστεγη, με εικόνες του 1874 και περίστωο τριώροφο μνημειακό καμπαναριό του. Ο Ναός έχει ανακαινιστεί πλήρως και οι παλιές τοιχογραφίες που κάποτε κάλυπταν τους τοίχους έχουν αντικατασταθεί από σύγχρονες αγιογραφίες
-Ο μεταβυζαντινός Ιερός Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Δασωτό. Βρίσκεται εντός του χωριού και χρονολογείται από το έτος 1870.
- Ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου στο Περιθώρι. Χτισμένος το 1835 με την τρίκλιτη βασιλική του ξυλόστεγη. Διακοσμημένη με πλίνθινους σταυρούς και ένα εντυπωσιακό μεταγενέστερα χτισμένο (1911) καμπαναριό.
- Ο μεταβυζαντινός Ιερός Ναός των Αγίων Θεοδώρων στην Kάτω Βροντού που χρονολογείται από το έτος 1835 με το φανταστικό τέμπλο του και τον πολύχρωμο γυναικωνίτη.
-Ο μεταβυζαντινός Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Παγονέρι. Χτισμένος το 1835, διαθέτει εντυπωσιακό καμπαναριό και μερικές από τις πιο ιδιαίτερες, από πλευράς τεχνοτροπίας, εικόνες.
-Ο μεταβυζαντινός Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Λιβαδάκι. Χτισμένος το 1870, εντυπωσιακά διακοσμημένος με την λαϊκή τεχνοτροπία, με εικονογραφήσεις αληθινά εντυπωσιακές, ξυλόγλυπτο το τέμπλο και το δεσποτικό, αμφότερα πολύχρωμα. Στην δυτική πλευρά του υψώνεται το κωδωνοστάσιο, χτισμένο το 1890. Ο Ναός ανοίγει τις πύλες του μια φορά το χρόνο, στις 15 Αυγούστου, και γι΄αυτόν το λόγο η προσέλευση του κόσμου είναι μεγάλη και συγκινητική, καθώς πολλοί από αυτούς έχουν τάμα και ο εκκλησιασμός εκείνη την ημέρα είναι δεδομένος!
- Ο Ιερός Ναός Τίμιου Προδρόμου Λευκογείων, χτισμένος το 1836. Ο Ναός ανήκει στην κατηγορία των τρίκλιτων ξυλόστεγων βασιλικών όπου στην Δυτική πλευρά του υψώνεται το επιβλητικό κωδωνοστάσιο του 1887.
- Τα απομεινάρια του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου στον Κριθαρά. Ένα μνημείο μοναδικό στο είδος του, χαρακτηρισμένο σε ψήφισμά της Ε' Επιστημονικής Συνάντησης ως ιδιαίτερης σημασίας για την ιστορία της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, που δυστυχώς όμως αφέθηκε κυριολεκτικά στο έλεος της φθοράς του χρόνου και των πάσης φύσεως επιδρομέων. Πρόκειται για σταυροειδή εγγεγραμμένο τετρακιόνιο Ναό με τρούλο και εξαιρετικές αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες. Η ανέγερσή του τοποθετείται το 1870. Είναι επισκέψιμος μόνο για ριψοκίνδυνους προσκυνητές, μιας και η πυνκή βλάστηση έχει καλύψει όλες τις διόδους από τους τοίχους που κατέρρευσαν και το μόνο που στέκεται όρθιο σε πείσμα των καιρών είναι το Ιερό του Ναού. Αν παρόλα αυτά το τολμήσετε, και αν είστε τυχεροί, θα δείτε σε μια γωνιά να καίει το καντηλάκι που κάποιοι πιστοί φροντίζουν να ανάβουν.
-Ο μεταβυζαντινός Ιερός Ναός των Ταξιαρχών χτισμένος το 1848 στο Ακρινό του Τοπικού Διαμερίσματος Καταφύτου με το μνημειακό καμπαναριό, του 1884
-Ο Ιερός Ναός του Προφήτη Ηλία στον Βώλακα. Ο Ιερός Ναός των Ταξιαρχών στο Γρανίτη.
-Ο Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου στο Βαθύτοπο με την τρίκλιτη βασικική ξυλόστεγη με τις παλιές εικόνες της που κάηκε ολοσχερώς το 2005.
-Το Παλιό Σανατόριο στο Γρανίτη, που βρίσκεται πίσω από την Κατασκήνωση της Ιεράς Μητρόπολης
-Οι αρχαίοι τάφοι που βρέθηκαν στο Δασωτό. Το Τζαμί και το Χαμάμ, στην Εξοχή, αμέσως μετά την πλατεία του χωριού
-Οι Πυρήνες στην Εξοχή, έξω από το χωριό. Πρόκειται για μικρά σπίτια που είχαν φτιαχτεί στο παρελθόν για να φιλοξενήσουν πρόσφυγες.
Ο Ιερός Ναός, ονομαζόμενος ως «Παλιά Εκκλησία» είναι αφιερωμένος στα Εισόδια της Παναγίας, τιμάτε στις 21 Νοεμβρίου. Οι προφορικές μαρτυρίες των κατοίκων αναφέρουν ότι η μεταβυζαντινή εκκλησία της Παναγίας κτίστηκε γύρω στα 1835 «επί αρχιερατείας του Μητροπολίτη Δράμας Γερμανού του Β΄(Μάιος 1831-22 Νοεμβρίου 1835) λέγετε ότι εγκαινιάσθηκε ο ιερός ναός το 1832 όπου ιερουργούσε ‘Έλληνας Ιερέας» ή το 1843-51 σύμφωνα με επιστολή του Αγίου Χρυσοστόμου , Μητροπολίτου Δράμας – Σμύρνης, προς τον Παναγιότατο Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ τον Γ΄, με ημερομηνία 7 Μαΐου 1907, στην οποία αναφέρει ότι ανεγέρθη με συνδρομές και προσωπική δουλειά των Ορθόδοξων χριστιανών Πλεύνας, κατά τον ορθόδοξο Μητροπολίτη Δράμας Αθανάσιο Καϊρη, ο οποίος ανήλθε στον Μητροπολιτικό Θώκο της Δράμας από το 1842 εως 1852). Ωστόσο στην κεραμοπλαστική επιγραφή που βρίσκεται στην νότια όψη, επάνω ακριβώς από την είσοδο του Ιερού ναού σώζονται μόνο τα δύο πρώτα ψηφία 18..
Ο ναός είναι τρίκλιτη Βασιλική, όπου τα κλίτη χωρίζονται μεταξύ τους με πεσσοστοιχίες, με μεγάλο βαθμό ρωμαϊκών και βυζαντινώς γλυπτών στην λιθόκτιστη τοιχοποιία του, με 30μ. μήκος και 15μ. πλάτος και 38 παράθυρα(κατά τις μαρτυρίες). Λειτούργησε ως ορθόδοξος Πατριαρχικός Ναός μέχρι το 1880. Επί αρχιερατείας Γερμανού του Γ’. Γνωστοί Έλληνες Ιερείς που λειτούργησαν στον ναό ήταν: Χρήστος Παπαϊωάννου, ο παπά-Στογιάννης από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας, ο Παναγιώτης Σεμπάνης και ο τελευταίος Αθανάσιος Παπαστεργίου. Ιστορικά γεγονότα συνδέονται με τον ναό όπου κατά την περίοδο 1870 με 1912 πολλές βυζαντινές εκκλησίες έγιναν βουλγαρικές εξαρχικές, έτσι και αυτή καταλήφθηκε από τους βουλγαρίζοντες, φέρνοντας ιερείς από την Βουλγαρία όπως τον παπα-Αρσέν, παπα-Τριαντάφυλλο και τον ιεροκήρυκα Σφέτκο. Το 1869 ο τότε Μητροπολίτης Δράμας Αγαθάγγελος, για να αποφύγει μεγαλύτερα επεισόδια στην Πετρούσα, επέτρεψε αρχικά την μία Κυριακή να λειτουργούν οι Εξαρχικοί ιερείς και την άλλη οι Έλληνες Πατριαρχικοί. Από το1880 οι Πατριαρχικοί εκδιώχθηκαν από την εκκλησία και έκτισαν καινούργια , αυτή του Αγίου Αθανασίου.
Η Πετρούσα μέχρι την έναρξη των βαλκανικών πολέμων 1912 -1913 θα υποστεί βιαιοπραγίες, αναγκαστική διδασκαλεία της Βουλγάρικης γλώσσας και ιστορίας. Μετά το 1912 οι συμμαχικές δυνάμεις επιτίθενται εναντίων των Τούρκων. Στην περιοχή της Δράμας οι Βούλγαροι στέλνουν την 7η Μεραρχία. Την όλη κατάσταση επωφελούνται οι κομιτατζήδες οι οποίοι επιτίθενται στον τούρκικο στρατό, για να βοηθήσουν τα Βουλγάρικα στρατεύματα στην πλήρη κατάληψη της περιοχής. Ο ναός κάηκε από τους Τούρκους τον Οκτώβριο του 1912,όντας μέσα σε αυτή οχυρωμένοι οι Βούλγαροι αρχικομιτατζήδες Δάεφ και Πανίτσα, πλαγιοκοπούν τα διερχόμενα τουρκικά στρατεύματα. Έτσι στρέφουν τα πυροβόλα τους οι Τούρκοι ενάντιας του Ιερού Ναού με αποτέλεσμα την ολική καταστροφή του. Λέγεται ότι ο νεωκόρος του ναού κάηκε και αυτός εκείνη την μέρα. Δυστυχώς η καμένη εκκλησία της Πετρούσας δεν επανεντάχθηκε το 1912 με το Πατριαρχείο. Το 1967 κατά την απογραφή των ακινήτων στο νομό Δράμας ο χώρος διατυπώθηκε ως «οικόπεδο κοινόχρηστο (παλιά εκκλησία).Επί του Μακαρίστου Διονύσιου γκρεμίστηκε και το καμπαναριό της παλιάς εκκλησίας.
Γνωρίζουμε από παλιότερους ότι η εκκλησία αυτή ήταν τόπος προσευχής και μετά την καταστροφή της, τα καντηλάκια της ανάβανε κάθε μέρα στο Ιερό από τους πιστούς της Πετρούσας παρακαλώντας κάποια μέρα να ξαναγίνει ο ναός τους. Ο χώρος που βρίσκεται ο ναός έχει δεχτεί παρεμβάσεις, στην προσπάθειες της κοινότητας να χρησιμοποιηθεί ως αίθουσα πολλαπλών χώρων και λαογραφικό μουσείο. Κατά την περίοδο του αείμνηστου Δημάρχου Γιώργου Μακρή η παλαιά Εκκλησία της Παναγίας είχε μπει σε συγχρηματοδοτούμενο πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να αναστηλωθεί να εξωραϊστεί και να αναπλαστεί ο περιβάλλον χώρος. Παλιές τοιχογραφίες δεν διασώθηκαν καθώς μετά την πυρκαγιά παρέμεινε χωρίς στέγη επί ενός αιώνος και παραπάνω.
Προφορικές μαρτυρίες ντόπιων αναφέρουν ότι θυμούνται κάποια τμήματα στις πεσσοτοιχίες με μορφές αγγέλλων. Σήμερα ο ναός είναι στεγασμένος και αναστηλωμένος. Το ανατολικό τμήμα όπου είναι το Ιερό της Εκκλησίας είναι χωρισμένο από το υπόλοιπο κτίσμα και παραμένει Εκκλησάκι όπου οι πιστοί μπορούν να ανάψουν το κεράκι τους και να προσευχηθούν στην Παναγία. Οι τοιχογραφίες μέσα στις κόχες είναι πρόσφατες. Το τμήμα που συνεχίζει να λειτουργεί ως Ιερό είναι όλη μέρα προσβάσιμο και τελείτε και λειτουργία. Το δυτικό τμήμα είναι κλειστό όπου έχουν γίνει οι περισσότερες επεμβάσεις. Μαρμαρόστρωση στο δάπεδο, σοβάτισμα των τοιχίων. Εξωτερικά ο ναός σκεπάστηκε με νέα σκεπή και προστέθηκαν ξύλινα κουφώματα στα παράθυρα και στις εισόδους.
Φορέας: Ιερά Μητρόπολη Δράμας
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Θεός κάθε χρόνο, το ξημέρωμα της γιορτής του Αγίου Αθανασίου, έστελνε στο προαύλιο του ναού των Κρυονεριτών ένα ελάφι, το οποίο αφού ξεκουραζόταν, με την ευλογία του ιερέα “θυσιαζόταν” νωρίς το πρωί της γιορτής από τους “κουρμπαντζήδες”, οι οποίοι το μαγείρευαν και στη συνέχεια το μοίραζαν σε όλους τους κατοίκους. Το φαγητό αυτό ονομάστηκε κουρμπάνι που σημαίνει θυσία.
Μια χρονιά το ελάφι άργησε να έρθει και οι “κουρμπαντζήδες” θορυβημένοι από την καθυστέρηση, επέσπευσαν τη θυσία χωρίς να το αφήσουν να ξεκουραστεί, όπως το έθιμο απαιτούσε. Έκτοτε το ελάφι δεν ξαναφάνηκε ίσως γιατί, όπως πίστευαν οι Κρυονερίτες, ο Θεός θύμωσε μαζί τους επειδή δεν το άφησαν να ξεκουραστεί. Από τότε, στη θέση του ελαφιού χρησιμοποιείται ταύρος ή αγελάδα.
Σήμερα με την αύξηση του πληθυσμού του Καλαμπακίου ένα ζώο δεν είναι αρκετό, γι’ αυτό χρησιμοποιούνται τρία ή και περισσότερα. Αρχικά συγκροτείται, με την επιμέλεια και συμμετοχή του Μορφωτικού Πολιτιστικού Συλλόγου, επιτροπή κουρμπανιού. Οι “κουρμπαντζήδες” συγκεντρώνουν από τους κατοίκους προσφορές σε σιτάρι, καλαμπόκι ή χρήματα. Με τις προσφορές αυτές, αγοράζονται τα ζώα που θα χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή του “κουρμπανιού”.
Το σπάσιμο και το “λίχνισμα” του σταριού γίνεται την παραμονή στο προαύλιο της εκκλησίας.
Την παραμονή του πανηγυριού γίνεται ο μέγας εσπερινός και η περιφορά της εικόνας. Παράλληλα τοποθετούνται στο προαύλιο της εκκλησίας καζάνια, τα οποία χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του “κουρμπανιού”.
Το κρέας τεμαχίζεται και μπαίνει στα καζάνια για να βράσει όλη νύχτα.
Ξημερώματα της 18ης Ιανουαρίου, τα κρέατα, αφού ευλογηθούν από τον ιερέα, τοποθετούνται στα καζάνια για να βράσουν.
Μόλις το κρέας βράσει, και αμέσως μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, οι “κουρμπντζήδες” κερνούν από αυτό όλο τον κόσμο που συμμετέχει στο πανηγύρι. Στο ζωμό του κρέατος προστίθεται σπασμένο σιτάρι, το λεγόμενο πλιγούρι. Όταν βράσει και αυτό, το “κουρμπάνι” είναι έτοιμο.
Αργά το μεσημέρι, αφού έχει ολοκληρωθεί η παρασκευή του “κουρμπανιού”, χτυπούν οι καμπάνες, οι οποίες καλούν τον κόσμο να έρθει στο προαύλιο της εκκλησίας, για τη διανομή του.
Μετά τη διανομή του, οι “κουρμπντζήδες”, μαζί με όλους τους προσκεκλημένους, ξεκινούν το χορό από το προαύλιο της εκκλησίας και τον οδηγούν στην πλατεία, όπου και τον συνεχίζουν με τη συνοδεία νταουλιών και ζουρνάδων.
Το Καλαμπάκι απλώνεται στο νότιο τμήμα του νομού Δράμας. Πρώην πρωτεύουσα του συγχωνευθέντος Δήμου με το Δήμο Δοξάτου δημιουργήθηκε από πρόσφυγες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Ως προσφυγοχώρι, δεν έχει να επιδείξει λιθόστρωτα σοκάκια ούτε οικοδομήματα παλιότερων εποχών. Στα καινούρια, σχετικά, οικοδομήματά του – το παλιότερο είναι της δεκαετίας του 1920 – και στους άνετους δρόμους του, στην εκκλησία, στα ξωκλήσια και στις πλατείες μπορεί κανείς να μυρίσει και σήμερα το άρωμα χαμένων πατρίδων, να ανακαλύψει γεύσεις και μυριστικά άλλων τόπων και άλλων εποχών, να χαϊδέψει με το μάτι και το χέρι του θυμητάρια ζωών που ξεριζώθηκαν βίαια και υποχρεώθηκαν να μεταφυτευθούν και να βλαστήσουν στην εύφορη γη του κάμπου της Δράμας. Άλλωστε, αυτό ίσως σημαίνει και το όνομά του. Σχετίζεται δηλ. πιθανότατα με την τουρκική λέξη καλαμπαλίκ, που δηλώνει αφθονία. Καλαμπάκι ήταν επομένως ο εύφορος, ο πλούσιος τόπος. Η περιοχή πάντως στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν τούρκικο τσιφλίκι και μόνο στο Καλαμπάκι υπήρχαν μερικά σπίτια, ένα τζαμί, αποθήκες και αρκετές καλύβες για τους εργάτες γης. Σήμερα διατηρείται ένα μόνο τούρκικο σπίτι.
Ιστορική διαδρομή
Την ιστορία των κατοίκων του Καλαμπακίου μπορούμε να την ψηλαφήσουμε. Είναι η ζωή των παππούδων και προπαππούδων μας, που έφτασε σ’ εμάς με τις αφηγήσεις των ίδιων και των πατέρων μας, ζώσα, σφριγηλή αλλά και ματωμένη. Εδώ εγκαταστάθηκαν Θρακιώτες από το Κρυόνερο, χωριό της επαρχίας Βιζύης του νομού Σαράντα Εκκλησιών της Ανατολικής Θράκης, Καλφακιώτες (από τον Καλφά, προάστιο της Κωνσταντινούπολης) και αργότερα Καππαδόκες (Καραμανλήδες) από τη Νίγδη της Μ. Ασίας…
Αν και το Καλαμπάκι είναι προσφυγοχώρι, η ιστορία των κατοίκων του σ’ αυτή τη γη ξεκινά πριν από τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε. Κι αυτό επειδή οι θρακικής καταγωγής πρόγονοι αρκετών δημοτών, και ειδικότερα εκείνοι που προέρχονταν από το νομό των Σαράντα Εκκλησιών της Ανατολικής Θράκης, αντίκρισαν για πρώτη φορά το λεκανοπέδιο της Δράμας την άνοιξη του 1914, λίγο πριν ξεσπάσει ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος στις 28 Ιουλίου του 1914.
Την περίοδο εκείνη, δηλαδή λίγο πριν αλλά και σε όλη τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Νεότουρκοι επινόησαν και χρησιμοποίησαν τις πιο απάνθρωπες μεθόδους για την εξόντωση των Ελλήνων της Θράκης ή έστω για τον εξαναγκασμό τους σε φυγή. Eιδικά για τους Θρακιώτες προγόνους μας της επαρχίας Βιζύης ένα τυχαίο περιστατικό στάθηκε αφορμή να οδηγηθούν στην προσφυγιά: ο γιος του νομάρχη Αδριανουπόλεως Χατζή Αδίλ Μπέη δολοφονήθηκε κοντά στο χωριό Σαμακόβι, η δολοφονία του αποδόθηκε στους Έλληνες και γι’ αυτό διατάχθηκε η εκκένωση όλων των χωριών της επαρχίας Βιζύης.
Οι Θρακιώτες πρόγονοί μας έφτασαν στις περιοχές της Δράμας και της Καβάλας την άνοιξη του 1914. Εγκαταστάθηκαν όπου βρήκαν: στα ελάχιστα εγκαταλελειμμένα σπίτια των Τούρκων που μετανάστευσαν στην Τουρκία κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων, στις αποθήκες των γαιοκτημόνων, σε καλύβες στις οποίες διέμεναν οι εργάτες γης που εκείνοι απασχολούσαν, τέλος σε προχειροφτιαγμένα ξύλινα καταλύματα, που κατασκεύαζαν οι ίδιοι στον κάμπο, τους κουλάδες.
Ένα χρόνο μετά την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου ωστόσο, η Βουλγαρία, αφού διαπραγματεύθηκε σκληρά και με τους δύο αντιπάλους την Ανατολική Μακεδονία, που ήθελε να την προσαρτήσει, όπως και τη Δυτική Θράκη, συντάχθηκε τελικώς με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες (Γερμανία, Αυστρία), και τον Αύγουστο του 1916 Γερμανοί και Βούλγαροι εισέβαλαν στην Ανατολική Μακεδονία. Πρόκειται για τη δεύτερη βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας αλλά την πρώτη για τους Κρυονερίτες προγόνους μας: “πρώτ’ Βουργαρία”.
Στη διάρκειά της οι άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα και τις αρρώστιες. Πολλοί από εκείνους που κατ’ αρχήν προτίμησαν την πόλη της Καβάλας, για να γλιτώσουν το θάνατο από την ασιτία και τα λοιμώδη νοσήματα, κατέφυγαν στον κάμπο της Δράμας, που τον είδαν ως σανίδα σωτηρίας. Άλλοι πάλι μετανάστευσαν στη Βουλγαρία, κίνηση που ευνοούσαν και οι Βουλγαρικές αρχές, αφού στόχος τους ήταν η εθνολογική αλλοίωση του πληθυσμού της Ανατολ. Μακεδονίας.
Τον ίδιο στόχο εξυπηρετούσε και η ομηρία 36000 νέων και ακμαίων Ελλήνων που ζούσαν στην Ανατολική Μακεδονία, από τους οποίους επέζησαν μόνον 17.000, λιγότεροι απ’ τους μισούς.. Οι Βούλγαροι συγκέντρωναν τους ομήρους στη Δράμα και τους οδηγούσαν σιδηροδρομικώς σε κέντρα υποδοχής στη Βουλγαρία, απ’ όπου προωθούνταν σε διάφορα στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων αλλά και σε Βούλγαρους γαιοκτήμονες, που τους νοίκιαζαν από τη βουλγαρική στρατιωτική αστυνομία και τους χρησιμοποιούσαν ως εργάτες στα κτήματά τους. Η τύχη αυτών των τελευταίων ήταν σαφώς καλύτερη, όπως εξάλλου και των ειδικευμένων τεχνιτών. Οι υπόλοιποι πέθαιναν καθημερινά από την πολύωρη και εξαντλητική εργασία, το ελάχιστο φαγητό, τις μεταδοτικές ασθένειες, την απουσία ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, την έλλειψη ενδυμασίας και στέγης και τις συχνές βιαιοπραγίες των Βουλγάρων αξιωματικών και φρουρών του στρατοπέδου.
Οι όμηροι, των οποίων απόγονοι ζουν σήμερα στο Καλαμπάκι, βρέθηκαν στο Κίτσεβο που τότε ανήκε στη Σερβία, κοντά στα Σκόπια, στο Κίτσοβο, όπως το ανέφεραν οι ίδιοι στα παιδιά τους. Έχουν επιβεβαιωθεί τα ονόματα 102 τουλάχιστον ομήρων, από τους οποίους επέστρεψαν γύρω στους 80. Σε ορισμένες περιπτώσεις επρόκειτο για όλους τους αδελφούς μιας πολυμελούς οικογένειας ή για πατέρες και γιους.
Μετά τη νίκη της Αντάντ οι επιζήσαντες όμηροι με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού άρχισαν να επιστρέφουν στα σπίτια τους. Η ηττημένη Βουλγαρία υποχρεώθηκε να καταβάλει στους νικητές πολεμική αποζημίωση. Οι όμηροι πήραν αντί χρηματικής αποζημίωσης από 6,5 έως 10,5 ομολογίες, που καλύπτονταν από το Δημόσιο Ταμείο, αναλόγως του χρόνου παραμονής τους στο Κίτσεβο – το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ήταν 18 μήνες.
Οι Θρακιώτες πρόγονοί μας έζησαν στην περιοχή της Δράμας ως το φθινόπωρο του 1919, οπότε, με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου επέστρεψαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία και πάλι στην Ανατολική Θράκη, για να ξαναγυρίσουν οριστικά το φθινόπωρο του 1922, ακολουθώντας τη μοίρα του μικρασιατικού ελληνισμού. Το βασανιστικό τους ταξίδι, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των γηραιότερων, κράτησε σαράντα ημέρες. Εδώ τους υποδέχτηκαν οι ελάχιστες οικογένειες – γύρω στις 10 – που δεν επέστρεψαν στο Κρυόνερο το 1919. Λίγο αργότερα έφτασαν στο Καλαμπάκι και οι άλλοι πρόσφυγες: οι Μικρασιάτες από τη Νίγδη της Καππαδοκίας (Καραμανλήδες) και οι Καλφακιώτες, από τον Καλφά, προάστιο της Κωνσταντινούπολης.
Όλοι μαζί, αφού ξεπέρασαν τον κλονισμό των πρώτων χρόνων της προσαρμογής τους στη νέα ζωή και πατρίδα, και με τη συνδρομή της ελληνικής πολιτείας, που αποξήρανε το 1936 τα έλη απαλλάσσοντάς τους απ’ την πληγή της ελονοσίας και τους θανάτους από φυματίωση, πέτυχαν πολύ γρήγορα να μεταβάλουν τη γη που τους διανεμήθηκε ήδη από το 1928 σε «Γη της Επαγγελίας». Φυσικό, αφού τα χωράφια τους συμπεριλαμβάνονταν στα γνωστά για την ευφορία τους Τενάγη των Φιλίππων.
Και ενώ μόλις είχαν αρχίσει να κλείνουν οι πληγές της προσφυγιάς και οι άνθρωποι μπορούσαν πια να ατενίζουν με κάποια αισιοδοξία το μέλλον, ξέσπασε ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος, στον οποίο υποχρεώθηκε να εμπλακεί και η Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου του 1940. Οι νέοι – τότε – άνδρες του Καλαμπακίου απάντησαν με ενθουσιασμό στο εθνικό προσκλητήριο. Οι πιο νέοι πολέμησαν στην πρώτη γραμμή, οι ωριμότεροι υπερασπίστηκαν τα Οχυρά της Γραμμής Μεταξά ή ανέλαβαν – κατά μαρτυρίαν τους – τη φύλαξη δρόμων στην Αλβανία και την καθοδήγηση των μαχόμενων τμημάτων, ενώ όσοι παρουσιάστηκαν για στράτευση τους πρώτους μήνες του 1941 και πριν απ’ την υποταγή της Ελλάδας στις χώρες του Άξονα, βρέθηκαν να πολεμούν στην Κρήτη. Κάποιοι, ελάχιστοι ευτυχώς, δεν επέστρεψαν ποτέ στα σπίτια και στους αγαπημένους τους.
Όταν οι στρατιώτες επέστρεψαν στα χωριά τους μετά τη συνθηκολόγηση, είχαν να αντιμετωπίσουν εκτός από το πρόβλημα της επιβίωσης, το οποίο ως τότε δεν ήταν ιδιαιτέρως οξύ για τα χωριά του κάμπου, και εκείνο της βουλγαρικής και πάλι κατοχής. Κι αυτό γιατί όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Βουλγαρία, ουδέτερη στην αρχή, προσπάθησε, όπως και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, να εξασφαλίσει τα εδάφη της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης. Η προσχώρησή της τελικώς στις δυνάμεις του Άξονα είχε ως αποτέλεσμα την παραχώρηση εκ μέρους της Γερμανίας των εδαφών αυτών, για αστυνόμευση σύμφωνα με τους Γερμανούς, για οριστική ένταξή τους στο βουλγαρικό κράτος, σύμφωνα με τις πάγιες αλυτρωτικές επιδιώξεις της Σόφιας.
Κύριος και άμεσος στόχος της βουλγαρικής πολιτικής ήταν η πλήρης ενσωμάτωση των κατειλημμένων εδαφών στο βουλγαρικό κράτος, ώστε να γίνει δυνατή η οριστική προσάρτησή τους μετά το τέλος του πολέμου και τη νίκη, όπως πίστευαν, των δυνάμεων του Άξονα. Αμέσως επιχειρήθηκε ο εκβουλγαρισμός της διοίκησης με την εγκατάσταση νέων πολιτικών και αστυνομικών αρχών και «με αιχμή του δόρατος την Εκκλησία, την εκπαίδευση και την οικονομία». Βούλγαροι έποικοι εξάλλου επιστρατεύθηκαν για να «ξαναδώσουν στην περιοχή το βουλγαρικό της χαρακτήρα». Επρόκειτο για πρώην πρόσφυγες που είχαν ανταλλαγεί (με τη συνθήκη του Νεϊγύ, 1919), για τυχοδιώκτες και καιροσκόπους, για πρώην κομιτατζήδες, αλλά και για κάποιους αξιοπρεπείς οικογενειάρχες. Οι κάτοικοι των κατεχομένων περιοχών αναγκάστηκαν να υποστούν βαριά φορολογία, να ενισχύουν οικονομικά τους εποίκους, να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους για να εγκατασταθούν σε αυτά έποικοι ή να περιορίζονται σ’ ένα δωμάτιο ή αποθήκη. Εννοείται πως οι κατακτητές επέλεγαν τα καλύτερα σπίτια.
Βεβαίως η ζωή στη διάρκεια της κατοχής ήταν εξαιρετικά δύσκολη για όλους τους Έλληνες. Οι Βούλγαροι κατακτητές, ωστόσο, ήταν προφανώς πολύ χειρότεροι σε σχέση με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι μιλώντας για όσους διέφευγαν στις γερμανοκρατούμενες περιοχές λένε οι γέροντες ακόμη και σήμερα: «πέρασε στην ελεύθερη Ελλάδα».
Ειδικά για τους γεωργούς, για να επικεντρωθούμε σ’ αυτούς, εφόσον η οικονομία του χωριού ήταν γεωργοκτηνοτροφική, τους υποχρέωναν να θερίζουν και να αλωνίζουν υπό αστυνομική επιτήρηση και να τους παραδίνουν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους Οι κατακτημένοι, όπως ήταν φυσικό, αναγκάζονταν να κρύβουν μέρος της παραγωγής, με σοβαρότατες συνέπειες σε περίπτωση αποκάλυψης. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί η υποχρεωτική συμμετοχή των ανδρών σε ομάδες πολιτοφυλάκων αμέσως μετά τα γεγονότα της Δράμας (Σεπτέμβριος -Οκτώβριος 1941), που συνοδευόταν συχνότατα από αιφνιδιαστικές εφόδους των κατακτητών και είχε ως συνέπεια άγριους ξυλοδαρμούς, αν εθεωρείτο πλημμελής η φύλαξη.
Παρά το γεγονός πάντως ότι το βουλγαρικό καθεστώς ήταν από τα σκληρότερα που επιβλήθηκαν σε κατεχόμενη περιοχή της Ευρώπης, στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη εκδηλώθηκε αντιστασιακό κίνημα από τις πρώτες μέρες της κατοχής. Δεν ήταν πολλοί εντούτοις οι κάτοικοι των χωριών του Δήμου μας που ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά κατά τη διάρκεια της κατοχής. Πολύ περισσότεροι ήταν αυτοί που κατατάχθηκαν λίγες εβδομάδες πριν από την αποχώρηση των Βουλγάρων το φθινόπωρο του 1944. Όσοι συμπλήρωναν εκείνη την εποχή τα είκοσί τους χρόνια, μαζί με αρκετούς μεγαλύτερους, τους οποίους προφανώς οι βουλγαρικές αρχές κατοχής δεν εμπιστεύονταν, εστάλησαν σε τάγματα εργασίας. Ήταν τα «ντουρντουβάκια» (τρούντοβ βοϊνίκ σημαίνει στρατιώτης αγγαρείας στη βουλγαρική).
Όμως το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δε σήμανε δυστυχώς και το τέλος των περιπετειών για τους Έλληνες. Ενώ οι άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί ξαναγύρισαν στα ειρηνικά τους έργα και προσπάθησαν να ανοικοδομήσουν ό, τι είχε γκρεμιστεί, για την Ελλάδα άρχιζε ένας νέος πόλεμος, πολύ χειρότερος σε σχέση με τον προηγούμενο, γιατί ήταν εμφύλιος. Οι συνέπειές του υπήρξαν δραματικές: 40.000 περίπου νεκροί και στις δύο παρατάξεις, τον Εθνικό Στρατό, τον τακτικό δηλαδή στρατό του επίσημου κράτους, και τον Δημοκρατικό Στρατό των ανταρτών, που διεκδικούσε την εξουσία διά των όπλων. Ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές. 100.000 άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι με τη νίκη του εθνικού στρατού εγκατέλειψαν την Ελλάδα εκουσίως ή ακουσίως και εγκαταστάθηκαν σε χώρες της Βαλκανικής ή στη Ρωσία.
Το Καλαμπάκι, ως χωριό του κάμπου, πλήρωσε μικρότερο φόρο αίματος, αφού τα δίσεκτα εκείνα χρόνια δεν υπήρξε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων και απέφυγε τις «υποχρεωτικές επιστρατεύσεις» νέων από την πλευρά του Δημοκρατικού Στρατού. Κάποιοι ωστόσο από τους στρατιώτες που υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία στις τάξεις του Εθνικού Στρατού άφησαν την τελευταία τους πνοή στον Γράμμο και στο Βίτσι, όπου δόθηκαν οι τελευταίες σκληρές μάχες.
Μετά το τέλος του Εμφυλίου οι κάτοικοι των χωριών πήραν ενεργό μέρος στην ανασυγκρότηση της χώρας επιδιδόμενοι σε έργα ειρηνικά. Επρόκειτο όμως για δύσκολους καιρούς και αρκετοί ακολούθησαν τους δρόμους της μετανάστευσης στις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό, κυρίως στη Δυτική Γερμανία. Οι περισσότεροι από τους οικονομικούς μετανάστες επέστρεψαν στα χωριά τους και εξελίχθηκαν σε επιτυχημένους επαγγελματίες, άλλοι ήρθαν μετά τη συνταξιοδότησή τους και κάποιους τους έφεραν νεκρούς, για να ταφούν, έστω, στη γενέθλια γη. Δυστυχώς όμως δε συνέβη το ίδιο και για τα παιδιά τους που μεγάλωσαν, σπούδασαν και έμειναν εκεί.
Με την επίσημη ένταξη της χώρας την 1/1/ 1981 στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, σήμερα Ε(υρωπαϊκή) Έ(νωση), και την εισροή επιχορηγήσεων ύψους τρισεκατομμυρίων δραχμών, στο πλαίσιο της προσπάθειας για εξάλειψη των ανισοτήτων μεταξύ των κρατών – μελών, και το Καλαμπάκι απεκόμισε μέρος των ωφελειών που προορίζονταν για τους αγρότες. Οι κάτοικοι έπαψαν να καταφεύγουν ομαδικά στο εξωτερικό εις αναζήτησιν καλύτερης τύχης και η μικρή πλέον πόλη – μετά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου το 1989 και των καθεστώτων των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης – έγινε περιοχή υποδοχής οικονομικών μεταναστών, κυρίως από την Αλβανία, και παλιννοστούντων από τις χώρες της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ.. Πολλές νέες οικογένειες εγκαταστάθηκαν στο Καλαμπάκι τονώνοντας με το μόχθο, το σφρίγος, το δυναμισμό, τη φιλοδοξία και τη δίψα τους για ζωή και επιτυχία την τοπική κοινωνία. Ενδιαφέρουσα η επανάληψη της ιστορίας σε λιγότερο από 100 χρόνια!
Κυράνθη Στράντζαλη -Σάββα
Συνολικά έξι οινοποιεία δραστηριοποιούνται σήμερα στη Δράμα και την ευρύτερη περιοχή και παράγουν εξαιρετικά κρασιά, η φήμη των οποίων ξεπερνά τα στενά όρια του νομού.
Κτήμα Παυλίδη
Στο χωριό Κοκκινόγεια, 19 χλμ. δυτικά από την Δράμα, βρίσκονται οι αμπελώνες και το οινοποιείο του Κτήματος Παυλίδη. Φέτος συμπληρώνεται μία δεκαετία από τότε που ο Χριστόφορος Παυλίδης αποφάσισε να στεγάσει εδώ το όνειρό του και το πέρασμα του χρόνου τον δικαίωσε απολύτως. Σε μια έκταση 600 στρεμμάτων καλλιεργούνται ελληνικές και διεθνείς ποικιλίες, επιδιώκοντας πάντοτε το τελικό προϊόν να φέρει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τα χαρακτηριστικά του μικροκλίματος της δραμινής γης. Κατόπιν συνεννοήσεως, μπορείτε να περιηγηθείτε στους χώρους του κτήματος, να δείτε από κοντά την παραγωγική διαδικασία και φυσικά να δοκιμάσετε κάποιο από τα 6 κρασιά που παράγονται εδώ: Thema (λευκό, ροζέ και ερυθρό), Assyrtiko, Chardonnay, Tempranillo, Syrah και Sauvignon Blanc.
(Κοκκινόγεια, Δράμα, 10.00-15.00 καθημερινά, Σάββατο-Κυριακή κατόπιν επικοινωνίας, τηλ. 25210 58300, www.ktima-pavlidis.gr)
Κτήμα Νίκου Λαζαρίδη
Η πρώτη οργανωμένη οινοπαραγωγική μονάδα στο νομό βρίσκεται στο χωριό Αγορά, 15 χλμ. από τη Δράμα. Το Κτήμα Νίκου Λαζαρίδη, που ξεκίνησε να λειτουργεί το 1987, αριθμεί σήμερα περίπου 700 στρέμματα και η ετήσια παραγωγή του φτάνει τις 650-700.000 φιάλες. Εκλεκτό τμήμα του οινοποιείου αποτελεί ασφαλώς η πινακοθήκη του, όπου εκτίθενται όλες οι ετικέτες που κατά καιρούς έχουν φιλοτεχνήσει Έλληνες και ξένοι καλλιτέχνες για τις ποικιλίες Chateau Nico Lazaridi και Μαγικό Βουνό. Αυτές οι δύο είναι πιο δημοφιλείς του οινοποιείου, εσείς, όμως, δοκιμάστε και τις Μελισσουργός, Syrah, Trebbiano, Merlot, Perpetuus, Rose, Moushk, Χρυσός Λέων, Μακεδών και Semillon-Sauvignon.
(Αγορά, Δράμα, 09.00-14.00 Δευτέρα-Παρασκευή, τηλ. 25210 82049, www.nicolazaridi.gr)
Κτήμα Κώστα Λαζαρίδη
Είναι η μονάδα με τους μεγαλύτερους αμπελώνες (15.000 στρ.) στη Δράμα κι αυτή που από το 1992 συγκεντρώνει τα περισσότερα διεθνή βραβεία και διακρίσεις. Το Κτήμα Κώστα Λαζαρίδη, στην Ανδριανή, περιλαμβάνει ένα οινοποιείο (διακοσμημένο με αντίγραφα αρχαιοελληνικών γλυπτών), αποστακτήριο, υπόγειες κάβες παλαίωσης και τη «Μαργαρίτα», μια φροντισμένη αίθουσα οινογευσίας. Εδώ θα γευθείτε κάποια από τα 13 κρασιά των οικογενειών Πύργος Ιουλία, Αμέθυστος, Domaine Costa Lazaridi, Οινότρια, Magnum, Αποστάγματα και Aceto Botanico Adriani. Μην παραλείψετε να δοκιμάσετε και το τσίπουρο «Ηδωνικό».
(Ανδριανή, Δράμα, 10.00-15.00 Δευτέρα-Παρασκευή, Σάββατο-Κυριακή μόνο για γκρουπ, τηλ. 25210 82231, www.domaine-lazaridi.gr)
Κτήμα Τέχνη Οίνου
Δίνοντας ξανά ζωή σε έναν παλιό οικογενειακό αμπελώνα, οι Γιάννης Καλαΐτζίδης και Γιάννης Παπαδόπουλος έφτιαξαν το 1995 αυτό το οινοποιείο, κοντά στην πλατεία του Μικροχωρίου. Σημείο-σταθμός των «Δρόμων του Κρασιού Μακεδονίας», το Κτήμα Τέχνη Οίνου παράγει σήμερα, σε μια έκταση 100 στρεμμάτων, τις ετικέτες Τέχνη Αλυπίας (ροζέ, ερυθρό, λευκό) και Ήδυσμα Δρυός (Chardonnay, Ασύρτικο, Merlot και Syrah). Ζητήστε να δείτε και το πλούσιο αρχείο του κτήματος με ετικέτες περασμένων ετών, όλες μικρά έργα τέχνης.
(Μικροχώρι, Δράμα, 10.00-15.00, Τετάρτη και Παρασκευή, τηλ. 25210 83626, www.wineart.gr)
Κτήμα Μανωλεσάκη - Γέννημα Ψυχής
Κρητικός μεν, το κρασί που φτιάχνει, δε, είναι 100% made in Δράμα. Ο Γιώργος Μανωλεσάκης έχει δημιουργήσει στην Ανδριανή κτήμα που φέρει το όνομά του. Εκεί, σε 250 στρέμματα αμπελώνων οικολογικής καλλιέργειας «γεννιούνται» κρασιά εξαιρετικής ποιότητας. Υπό την επίβλεψη της οινολόγου Αγγελικής Αποστολάκη παράγονται οι ετικέτες Γέννημα Ψυχής (λευκό, ροζέ και ερυθρό), Μαλαγουζιά, Sauvignon Blanc, Cabernet Sauvignon, Merlot και ο ξηρός ερυθρός οίνος Syrah Pelagia. Στο χώρο οινογευσίας μάλιστα, μπορείτε να παρακολουθήσετε και βίντεο που παρουσιάζουν ολόκληρη τη διαδικασία από την παραγωγή μέχρι την κατανάλωση.
(Ανδριανή, Δράμα, επισκέψεις κατόπιν επικοινωνίας, τηλ. 25210 82010, www.manolesakis.gr)
Κτήμα Μιχαηλίδη
Ο «Βενιαμίν» των οινοποιείων στη Δράμα, το Κτήμα του Ιορδάνη Μιχαηλίδη ξεκίνησε να λειτουργεί μόλις πριν 4 χρόνια, στο χωριό Άγιος Αθανάσιος. Η παραγωγή του μπορεί να μην είναι μεγάλη (δύο ετικέτες, οι Ανθαλεία και Μελάχρω), η εξαιρετική ποιότητα, όμως, και οι αποκλειστικά οικολογικές διαδικασίες που ακολουθούνται, του έχουν χαρίσει βραβεία και επαίνους.
(Άγιος Αθανάσιος, Δράμα, μη επισκέψιμο ακόμα, τηλ. 25210 68394, www.domaine-michaelidi.gr)
Είστε έτοιμοι να πετάξετε ψηλά, να αντικρίσετε από κοντά τα άγρια αρπακτικά πουλιά, δεν έχετε παρά να επισκεφθείτε το πάρκο αρπακτικών νυκτόβιων και ημερόβιων πουλιών που δημιούργησε στην Αγορά των Κυργίων Δράμας ο κ. Ελευθεριάδης.
Σ΄ ένα μεγάλο πάρκο μέσα στη φύση, ένας άνθρωπος με μεράκι και αγάπη προς τα αρπακτικά αυτά πουλιά που μέρα με τη μέρα εξαφανίζονται δημιούργησε κάτι μοναδικό και συνάμα συναρπαστικό, για τους λάτρεις της φύσης και των άγριων πουλιών.
Η σχέση του ανθρώπου με τα αρπακτικά πουλιά χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι μια σχέση αγάπης μίσους. Αετοί, γύπες, γεράκια, κόνδορες κ.ά. έγιναν σύμβολα δύναμης βασιλιάδων και αυτοκρατοριών, μυθοποιήθηκαν ή και θεοποιήθηκαν από αρχαίους λαούς. Ταυτόχρονα, όμως, τα πουλιά αυτά υπέστησαν (και υφίστανται ακόμα) απηνή καταδίωξη από τον άνθρωπο, που τα σκοτώνει, τα δηλητηριάζει, τα καταδιώκει, είτε από φόβο και προκατάληψη είτε γιατί, δήθεν, προκαλούν ζημιές στα οικονομικά του συμφέροντα.
Και όμως, όπως όλα τα είδη της πανίδας, έτσι και τα αρπακτικά πουλιά έχουν τη δική τους θέση στα φυσικά οικοσυστήματα, διαδραματίζοντας μάλιστα έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, αφού βρίσκονται στην κορυφή της τροφικής πυραμίδας τρέφονται από αδύναμα ή και νεκρά ζώα, εξυγιαίνοντας έτσι τους πληθυσμούς εκείνων που αποτελούν τη λεία τους. Η παρουσία τους επομένως, αποτελεί δείκτη υγείας, ισορροπίας και καλής λειτουργίας των οικοσυστημάτων στα οποία ζουν, ενώ, αντίθετα, με την απουσία τους χάνεται ένας θεμελιώδης κρίκος της οικολογικής αλυσίδας, μέρος της οποίας είναι και ο ίδιος ο άνθρωπος.
Η Ελλάδα, χώρα με μεγάλη βιοποικιλότητα σε χλωρίδα και πανίδα, έχει ιδιαίτερη σημασία για τα αρπακτικά πουλιά. μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί 38 διαφορετικά είδη, αριθμός ρεκόρ για χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και για τη Δυτ. Παλαιαρκτική. Από αυτά, τα 25 είδη φωλιάζουν στη χώρα μας, τα 10 διαχειμάζουν ή απλώς περνούν κατά τις μεταναστευτικές περιόδους, ενώ 3 είδη έχουν περιστασιακή παρουσία.
Αν λοιπόν είστε έτοιμοι να πετάξετε ψηλά, να αντικρίσετε από κοντά τα άγρια αρπακτικά πουλιά, δεν έχετε παρά να επισκεφθείτε το πάρκο αρπακτικών νυκτόβιων και ημερόβιων πουλιών που δημιούργησε στην Αγορά των Κυργίων Δράμας ο κ. Ελευθεριάδης
“Η εμπειρία για τον επισκέπτη, κάθε ηλικίας, μοναδική και πρωτόγνωρη, καθώς έχει την ευκαιρία να δει και να θαυμάσει από κοντά τον τρόπο ζωής των σπάνιων και άγριων πουλιών, που φιλοξενούνται στο πάρκο”
Σ΄ ένα μεγάλο πάρκο μέσα στη φύση, ένας άνθρωπος με μεράκι και αγάπη προς τα αρπακτικά αυτά πουλιά που μέρα με τη μέρα εξαφανίζονται δημιούργησε κάτι μοναδικό και συνάμα συναρπαστικό, για τους λάτρεις της φύσης και των άγριων πουλιών.
Η εμπειρία για τον επισκέπτη, κάθε ηλικίας, μοναδική και πρωτόγνωρη, καθώς έχει την ευκαιρία να δει και να θαυμάσει από κοντά τον τρόπο ζωής των σπάνιων και άγριων πουλιών, που φιλοξενούνται στο πάρκο.
Αδιαμφισβήτητα, το να βλέπεις από κοντά ένα γεράκι να ορμά στο δόλωμα ή να πετά ψηλά και να κατεβαίνει με ταχύτητα κατακόρυφα ή με ελιγμούς, δεν είναι κάτι το σύνηθες για τους ανθρώπους της πόλης. Ωστόσο, την εμπειρία αυτή μπορεί να τη ζήσει ο καθένας από εμάς, αν κάνει μια εξόρμηση μέχρι την Αγορά, στο «Πάρκο αρπακτικών πουλιών», όπου μπορεί να χαλαρώσει δίπλα στη φύση, να διασκεδάσει, αλλά και να αποκτήσει μια μοναδική βιωματική εμπειρία.
Στο χώρο φιλοξενούνται είδη σπάνιων πτηνών από Αμερική, Μεξικό, Αλάσκα, αλλά και Ευρωπαϊκά είδη, όπως γεράκια, κουκουβάγιες, μπούφοι, μαυρόγυπες, όρνεα κ.α.
Παράλληλα στις εγκαταστάσεις υπάρχει και ένας ειδικά διαμορφωμένος χώρος για προβολή σχετικών video, αλλά και ένας εκθεσιακός χώρος με εξαιρετικές φωτογραφίες από διάφορες συμμετοχές του κ. Ελευθεριάδη σε σόου πτήσεων πουλιών, από συναντήσεις του με άλλους γερακάρηδες στη Γερμανία. Ακόμη, στην έκθεση μπορεί να γνωρίσει τον εξοπλισμό και τα αξεσουάρ που χρησιμοποιούν οι γερακάρηδες, αλλά και είδη φτερών και αυγών πουλιών.
“Πέρα από τα 30 είδη αρπακτικών πουλιών που φιλοξενούνται στο πάρκο ο κ. Ελευθεριάδης διαθέτει και ένα εκτροφείο αρπακτικών πουλιών, εκπαιδευμένων και μη, που βρίσκονται σε μια έκταση 10 στρεμ.”
Πέρα από τα 30 είδη αρπακτικών πουλιών που φιλοξενούνται στο πάρκο ο κ. Ελευθεριάδης διαθέτει και ένα εκτροφείο αρπακτικών πουλιών, εκπαιδευμένων και μη, που βρίσκονται σε μια έκταση 10 στρεμ. στα Κύργια Δράμας. Εκεί μπορεί, όποιος δεν αρκείται στη θέα των πουλιών, να αγοράσει ένα δικό του, εκπαιδευμένο ή μη, με νόμιμο φυσικά τρόπο και με πιστοποιητικό προέλευσης από το Δασαρχείο Β. Ελλάδας και στη συνέχεια να εκπαιδευτούν αμφότεροι στις εγκαταστάσεις του κ. Ελευθεριάδη. Επίσης, σύντομα ο ιδιοκτήτης πρόκειται να προχωρήσει και στη δημιουργία ενός χώρου φιλοξενίας τραυματισμένων αρπακτικών πτηνών, με σκοπό την αποκατάσταση της υγείας τους και στην ομαλή επανένταξη τους στο φυσικό περιβάλλον.
Στον μοναδικό αυτό χώρο με τα αρπακτικά πουλιά, τις αίθουσες προβολής video, τον εκθεσιακό χώρο, την καταπράσινη φύση, έρχεται να προστεθεί και ένα φιλόξενο αναψυκτήριο όπου ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει τον καφέ του, να γευτεί ξεχωριστές σπεσιαλιτέ, ενώ τα παιδιά να χαρούν στην οργανωμένη παιδική χαρά που υπάρχει στις εγκαταστάσεις. Ο χώρος ενδείκνυται επίσης για εκδηλώσεις, όπως: παιδικά πάρτι και γιορτές γενεθλίων. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο χώρος είναι προσπελάσιμος και σε άτομα με αναπηρίες.
Ώρες σόου:
Χειμερινό: Σαββατοκύριακα
12.00 & 16.00
Θερινό: Καθημερινά 19.00,
Σαββατοκύριακα 11.00 & 19.00
Τιμές εισιτηρίων:
Ατομικό 4 ευρώ
Ειδικό (σχολεία, ΚΑΠΗ, σύλλογοι) 2 ευρώ
Οικογενειακό (τετραμελής οικογένεια με παιδιά από 6 έως 12 ετών ) 8 ευρώ
Ελευθεριάδης Κωνσταντίνος
Αγορά Κυργίων Δράμας
Τηλ 25210 71444 - Κιν. 6934686917
email: This email address is being protected from spambots. You need JavaScript enabled to view it. www.arpaktika.gr
Αναχωρούμε έχοντας αφετηρία το Δοξάτο. Ξεκινάμε την διαδρομή μας μέσω της Νικήσιανης, ένα χωριό που απέχει 25 χλμ. από το Δοξάτο. Σε περίπου 5 χλμ., φτάνουμε στην Ιερά Μονή Εικοσιφοινίσσας Παγγαίου, που βρίσκεται σε μια θαυμάσια τοποθεσία μέσα στα δάση του Παγγαίου σε υψόμετρο 753μ.
Η Μονή Εικοσιφοινίσσης, περιλαμβάνει ξενώνα τριών κτιρίων, με 200 συνολικά κρεβάτια. Αιωνόβια πλατάνια σκιάζουν την πλατεία της Μονής.
Στον εξωτερικό τοίχο της Μονής, υπάρχει καλλιμάρμαρο Προσκηνητάρι, όπου κατά τις πανηγύρεις εναποτίθεται στο τέλος της Λιτανείας, η Αχειροποίητη Εικόνα της Θεοτόκου, που τελείται Αγιασμός και αγιάζονται πλήθη πιστών που συρρέουν στην Πλατεία της Μονής. Οι προσκυνητές μπορούν να λάβουν Αγίασμα που προέρχεται από την πηγή η οποία βρίσκεται εντός της Ιεράς Μονής, κάτω από το Παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας.
Ατμόσφαιρα ιερότητας και κατάνυξης προκαλεί στον επισκέπτη η θέα της Αχειροποιήτου Θαυματουργού Ιεράς Εικόνας της Παναγίας, η οποία ελκύει, όπως είναι φυσικό τον σεβασμό όλων των προσκηνητών.
Έξω και πάνω από τα τείχη της Μονής Εικοσιφοινίσσης βρίσκονται ο παλαιός ανεμόμυλος, αφού εκεί μέχρι πριν λίγα χρόνια, σώζονται λείψανα του δέντρου, από το οποίο κατασκευάστηκε η Θαυματουργός Εικόνα.
Επειδή όμως οι χιλιάδες προσκυνητές από ευλάβεια επιθυμούσαν να αποκτήσουν τεμάχια του «Ξύλου της Παναγίας», δεν έχουν απομείνει πλέον ούτε οι ρίζες του δέντρου.
H αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ίχνη των προϊστορικών κατοίκων που έζησαν στο Δοξάτο (θέση Δοξάτ Τεπέ), στον κάμπο των Κυργίων και στο Κεφαλάρι πριν από 5.000 έως 7.000 χρόνια. Ο εύφορος κάμπος και οι πηγές Βοϊράνης συντηρούσαν αυτούς τους πρώτους οικισμούς, οι οποίοι κατοικήθηκαν και στους ιστορικούς χρόνους.
Στην περιοχή κατοικούσε το «Θρηκίον έθνος» των Ηδωνών, όπως μαρτυρεί ο πατέρας της ιστορίας Ηρόδοτος. Το βασίλειο τους διαλύθηκε και η περιοχή γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη όταν ενσωματώθηκε στο βασίλειο του Φιλίππου το 356 π.Χ. Η πεδιάδα αποτελούσε τμήμα της «χώρας» των Φιλίππων, πόλης που ίδρυσε ο Μακεδόνας βασιλιάς.
Νέα ευρήματα αποκαλύπτουν την ύπαρξη ελληνιστικών οικισμών στο Δοξάτο, τον Άγιο Αθανάσιο, το Κεφαλάρι και την Αγορά. Στον κάμπο των Κυργίων ανασκάφηκε, ακόμη, τμήμα αρχαίου νεκροταφείου όπου βρέθηκε μακεδoνικός τάφος.
Όπως ολόκληρη η περιοχή της Δράμας συνδέεται με την αμπελουργία και τον Θεό Διόνυσο, έτσι και ο δικός μας τόπος δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Σε μικρή απόσταση από τις πηγές Βοϊράνης ήρθαν στο φως ερείπια διώροφης πολυτελούς έπαυλης του 5ου αϊ μ.Χ., με εκτεταμένους χώρους παραγωγής κρασιού.
Στις τρεις δεξαμενές της έπαυλης οι ληνοβάτες πατούσαν τα σταφύλια και το καθαρό γλεύκος συλλεγόταν σε πιθάρια, για να αποθηκευτούν με τη σειρά τους σε οιναποθήκη που βρισκόταν στον ίδιο χώρο. Στον όροφο με τις πολυτελείς αίθουσες του σπιτιού υπήρχαν τοιχογραφίες και ψηφιδωτά, από τα οποία στάθηκε δυνατό να αποκατασταθούν μόνο τα τελευταία και αυτά εκτίθενται σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο της Δράμας.
Η πεδιάδα της περιοχής γνώρισε στους βυζαντινούς χρόνους τις σλαβικές επιδρομές και την παραμονή των Φράγκων, όταν οι Ιππότες αναζητούσαν περιπέτειες και πλούτη στην Ανατολή. Θεωρείται πιθανό πως οι γνωστοί από τους προϊστορικούς χρόνους οικισμοί εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους, καθώς αυτοί θα αναζητούσαν ασφαλή τόπο στα ορεινά.
Μετά την οθωμανική κατάληψη της περιοχής, το 1383, η εγκατάλειψη των πεδινών χωριών συνεχίζεται από τους χριστιανούς, ενώ μεταφέρονται σταδιακά μουσουλμανικοί πληθυσμοί κυρίως στα πεδινά. Παλιά και νέα χωριά κατοικούνται στην πλειοψηφία τους από μουσουλμάνους, ενώ ο χριστιανικός πληθυσμός φαίνεται πως συγκεντρώνεται στο Δοξάτο τουλάχιστο από τον 17° αι.
“Στα αρχεία ευρωπαϊκών προξενείων αναφέρονται όλοι με θαυμασμό στα ανατολικά καπνά της περιοχής...”
Εκείνη την εποχή το Δοξάτο και η Μπόριανι (Άγιος Αθανάσιος) μνημονεύονται σε έγγραφο της Μονής Εικοσιφοίνισσας. Η δραμινή πεδιάδα παράγει για τις κρατικές αποθήκες της Αυτοκρατορίας τεράστιες ποσότητες ρυζιού, τις οποίες εκμεταλλεύονται οι τοπικοί μπέηδες. Οι παραγωγοί στρέφονται αργότερα και στο βαμβάκι, αλλά τελικά η τοπική οικονομία θα γνωρίσει από τον 19° αι. αξιοζήλευτη πρόοδο χάρη στον καπνό.
Στα αρχεία ευρωπαϊκών προξενείων αναφέρονται όλοι με θαυμασμό στα ανατολικά καπνά της περιοχής. Οι οικισμοί μεγαλώνουν και ο πληθυσμός αυξάνεται. Οι Οθωμανοί κατοικούν σε όλα τα χωριά στα «Κιρ» (Κύργια) με τους εκτεταμένους «μαχαλάδες» (συνοικισμούς), στην Μπόριανι, στο Μπουνάρ Μπασί (Κεφαλάρι), στο Δοξάτο. Μόνο στο τελευταίο ζούν Έλληνες, οι οποίοι θα γνωρίσουν μαζί με τους «Κιρλήδες» μουσουλμάνους μεγάλη οικονομική ακμή και θα δημιουργήσουν ισχυρή κοινότητα. Σταδιακά, από το τέλος του 19ου αι., εγκαθίστανται σε όλη την περιοχή Έλληνες έμποροι από την Ήπειρο.
Ο εθνικοί ανταγωνισμοί Ελλήνων και Βουλγάρων για τον έλεγχο της περιοχής, στο τέλος της οθωμανικής περιόδου, οδηγούν στον Μακεδονικό Αγώνα. Οι κάτοικοι του Δοξάτου συμμετέχουν ενεργά με άνδρες και χρήματα. Η πλούσια κοινότητα, με τα λαμπρά οικοδομήματα, καταστράφηκε στις 30 Ιουνίου 1913 από τις βουλγαρικές αρχές ως αντίποινα για τους εθνικούς της αγώνες εκατοντάδες κάτοικοι εξοντώθηκαν και οι χριστιανικές περιουσίες πυρπολήθηκαν. Οι Έλληνες της Δράμας σώθηκαν από ανάλογη καταστροφή εξαιτίας της αντίδρασης που προκλήθηκε για το Ολοκαύτωμα του Δοξάτου.
Η μεγάλη αλλαγή έγινε με τις μετακινήσεις πληθυσμών μετά την απελευθέρωση του 1913. Οι μουσουλμάνοι της περιοχής φεύγουν σταδιακά ήδη από το 1912 και στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Νέες δοκιμασίες περιμένουν τους Έλληνες στη δεύτερη βουλγαρική κατοχή (1916-1918). Μετά τη συνθήκη τής Λοζάνης (1923), ολοκληρώνεται η μετακίνηση των μουσουλμάνων στην Ανατολή μέχρι τον Μάιο του 1924. Την ίδια εποχή καταφθάνουν εκατοντάδες Έλληνες πρόσφυγες από τη Θράκη, τα μικρασιατικά παράλια, την Καππαδοκία και τον Πόντο. Ήδη σε στατιστικό πίνακα στις αρχές του 1923 ανέρχονται επίσημα σε 2840 άτομα και το προσφυγικό ρεύμα συνεχώς μεγαλώνει.
Με σκληρή δουλειά και κάτω από αντίξοες συνθήκες (επιδημίες, φυσικές καταστροφές και έντονη κρίση στη διεθνή αγορά του καπνού) οι πρόσφυγες και οι ντόπιοι επιβιώνουν και δημιουργούν. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η τρίτη βουλγαρική κατοχή (1941-1944) απειλούν και πάλι τους κατοίκους. Απελάσεις, τρομοκρατία, εκτοπισμοί στο εσωτερικό της Βουλγαρίας και πείνα έζησαν οι κάτοικοι. Η τραγικότερη σελίδα γράφτηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1941, όταν οι βουλγαρικές αρχές προχωρούν σε αντίποινα εναντίον αμάχων και εξοντώνουν εκείνες τις ημέρες εκατοντάδες στο Δοξάτο και στα Κύργια, με αφορμή ένοπλη επίθεση ανταρτών της περιοχής εναντίον των κατακτητών.
“Στην περιοχή κατοικούσε το «Θρηκίον έθνος» των Ηδωνών, όπως μαρτυρεί ο πατέρας της ιστορίας Ηρόδοτος... Το βασίλειο τους διαλύθηκε και η περιοχή γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη όταν ενσωματώθηκε στο βασίλειο του Φιλίππου το 356 π.Χ. Η πεδιάδα αποτελούσε τμήμα της «χώρας» των Φιλίππων, πόλης που ίδρυσε ο Μακεδόνας βασιλιάς...”
Πολιτισμός
Στο Δήμο Δοξάτου η ποικιλία των στοιχείων της πολιτισμικής μας κληρονομιάς συνδέεται με τις ιστορικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή.
Τόσο η οικονομική ακμή της χρυσής εποχής του καπνού, όσο και η ανταλλαγή των πληθυσμών καθόρισαν τη φυσιογνωμία του τοπικού μας πολιτισμού. Ανήσυχοι και φιλοπρόοδοι οι κάτοικοι, μέσα από τις παραδόσεις τους διατήρησαν και ενίσχυσαν την εθνική τους ταυτότητα σε δύσκολες εποχές, ενώ συγχρόνως έβρισκαν διέξοδο για να εκφράσουν την αισιόδοξη στάση τους απέναντι στις προκλήσεις της ζωής και να δηλώσουν τη βαθιά τους θρησκευτικότητα.
Στην οθωμανική εποχή, οι δραστήριοι Έλληνες του Δοξάτου αποτελούν τη μοναδική ελληνορθόδοξη κοινότητα στα όρια του Δήμου μας. Η φιλεκπαιδευτική αδελφότητα Δοξάτου «οι Φίλιπποι», που ιδρύθηκε γύρω στο 1874, και η αδελφότητα «Ομόνοια», γνωστή από ιστορική πηγή του 1909, ικανοποιούν τις πνευματικές ανησυχίες των κατοίκων.
Η αδελφότητα «οι Φίλιπποι» διατηρούσε τριώροφο κτίριο δίπλα στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου με λέσχη, φιλαρμονική και συγκρότημα μαντολινάτας. Τα μέλη της διοργάνωναν λογοτεχνικούς αγώνες σε συνεργασία με συλλόγους της Κωνσταντινούπολης και έδειχναν ενδιαφέρον για τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της περιοχής. Ο φιλοπρόοδος χαρακτήρας των κατοίκων αποδεικνύεται και από την κατασκευή των Εκπαιδευτηρίων Δοξάτου (1908-1910) με τη συνδρομή όλων των κατοίκων και του Μητροπολίτη Δράμας και Εθνομάρτυρα Σμύρνης Χρυσοστόμου, ένα αληθινό κόσμημα για τον τόπο μας που καταστράφηκε στον εμπρησμό της κωμόπολης το 1913 και ξανακτίστηκε λίγο αργότερα.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, το μουσουλμανικό στοιχείο της περιοχής δίνει τη θέση του στους Έλληνες πρόσφυγες εκείνοι φέρνουν μαζί τους από τη Θράκη, τα παράλια της Μικράς Ασίας, τον Πόντο και την Καππαδοκία τον πολιτισμό τους με το γλωσσικό πλούτο, τα έθιμα, τις φορεσιές τους, τους χορούς και τα τραγούδια, τις παραδοσιακές γεύσεις. Στο νέο ξεκίνημα, καλύπτουν πρώτα τις άμεσες βιοτικές τους ανάγκες και δείχνουν στη συνέχεια την αγάπη τους για την παιδεία.
Οι ντόπιοι και οι προσφυγικής καταγωγής κάτοικοι θα αναδείξουν πλήθος επιστημόνων, ανάμεσα τους τον κορυφαίο βυζαντινολόγο Θανάση Παπαζώτο (1951-1996) από τον Άγιο Αθανάσιο. Στον ίδιο τόπο έζησε ο λαϊκός ζωγράφος Κώστας Βιδενμάγιερ (1901-1995), που χαρακτηρίστηκε δίκαια ο «Θεόφιλος της Δράμας».
Στον τόπο μας πολλά παραδοσιακά επαγγέλματα καταξίωσαν τεχνίτες με μεράκι και φαντασία. Από τους παραδοσιακούς καροποιούς και σιδηρουργούς, τους μυλωνάδες μέχρι τους αμπελουργούς, τους μπαξεβάνους, τους καπνοπαραγωγούς. Από τον κάματο της δουλειάς, οι βιοπαλαιστές αναζητούσαν στιγμές ξεκούρασης αλλά και θρησκευτικής περισυλλογής στα τοπικά μας πανηγύρια που συνδυάζονταν κυρίως με τις γιορτές των πολιούχων Αγίων.
“Στο Δήμο Δοξάτου η ποικιλία των στοιχείων της πολιτισμικής κληρονομιάς συνδέεται με τις ιστορικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή... Τόσο η οικονομική ακμή της χρυσής εποχής του καπνού, όσο και η ανταλλαγή των πληθυσμών καθόρισαν τη φυσιογνωμία του τοπικού πολιτισμού...”
Σχεδόν άγνωστη για τους περισσότερους είναι η «συνάντηση» της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς στα Κύργια. Κάτοικοι όλων των ηλικιών συγκεντρώνονται στα καφενεδάκια της πλατείας και επιδίδονται με τη συνοδεία τσαμπούνας στα «σωκιαλίδικα», περιπαιχτικά τραγούδια, που έφεραν οι προγονοί τους από τα Σώκια, περιοχή κοντά στη Σμύρνη, με την επίδραση και της γειτονικής Σάμου. Ο χορός, το τραγούδι, το ποτό ξαναθυμίζουν πως στον τόπο μας λατρεύτηκε κάποτε ο αρχαίος θεός του γλεντιού ο Διόνυσος.
Το Πάσχα είναι επίσης περίοδος σημαντικών εκδηλώσεων για την περιοχή. Σπουδαίο πανηγύρι, που δεν αναβιώνει κάθε χρόνο στις μέρες μας, αποτελούσε εκείνο στον Άγιο Αθανάσιο τη Δευτέρα μετά το Πάσχα με τη συμμετοχή όλων, κάτω από τους ήχους της ποντιακής λύρας αλλά και τους θρακιώτικους σκοπούς. Επίσης την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής, στα Κύργια, οι κάτοικοι διασκεδάζουν με χορούς και τραγούδια από τις «πατρίδες» των προγόνων.
Οι πλέον γνωστές, όμως, εκδηλώσεις διοργανώνονται την 2η μέρα του Μαΐου, στο Δοξάτο, στη γιορτή του πολιούχου Αγίου Αθανασίου. Με τις παραδοσιακές ιπποδρομίες, οι οποίες στα δύσκολα χρόνια της οθωμανικής δουλείας συνδέονταν με την εθνική αφύπνιση των Ελλήνων, οι κάτοικοι υπενθυμίζουν ακόμη την αγάπη των αρχαίων κατοίκων της περιοχής, των Ηδωνών, για το άλογο. Αργά το απόγευμα ξεκινά το γλέντι παραδοσιακά με το χορό των γυναικών στο προαύλιο της παλαιάς εκκλησίας και συνεχίζεται απ' όλους στους δρόμους και στα καφενεία, με χορό, τραγούδι και τοπικά εδέσματα κάτω από τους ήχους των ζουρνάδων και των κλαρίνων.
Στα τέλη Αυγούστου, έχει καθιερωθεί η έκθεση τοπικών προϊόντων «Καρποί της γης μας». Την έκθεση συνοδεύουν πλούσιες πολιτιστικές εκδηλώσεις από τους συλλόγους και των τεσσάρων Δημοτικών Διαμερισμάτων, ενδιαφέρουσες ημερίδες και κάθε άλλου είδους εκδηλώσεις που προβάλλουν την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου μας.
Το καλοκαίρι, όταν σμίγουν οι ξενιτεμένοι με τους δικούς τους στα χωριά, γίνονται εκδηλώσεις στον Άγιο Αθανάσιο την ημέρα της πολιούχου Αγίας Παρασκευής στις 26 Ιουλίου, στο Άνω Κεφαλάρι του Αγίου Παντελεήμονα στις 27 Ιουλίου, στα Κύργια το τελευταίο σαββατοκύριακο του Ιουλίου αφιερωμένο στους ξενιτεμένους και στην ορεινή Περιστέρια το Δεκαπενταύγουστο. Δίνουν την ευκαιρία να συναντηθούν και πάλι οι φαμίλιες και οι συντροφιές της νιότης, ενώ συγχρόνως όλοι μυούνται ξανά στους φωτεινούς δρόμους της θρησκευτικής αλλά και της μουσικής μας παράδοσης, στα τραγούδια της αλησμόνητης «πατρίδας», στα ποντιακά και μικρασιάτικα εδέσματα και στις θρακιώτικες πίτες.
Η βαθιά θρησκευτικότητα των κατοίκων αποτυπώνεται στα ξωκλήσια της περιοχής, με το προσκύνημα στις γιορτές των Αγίων. Στην Αγία Κυριακή και στους Αγίους Θεοδώρους στον κάμπο του Δοξάτου, στη Ζωοδόχο Πηγή στα Κύργια, στον Άγιο Γεώργιο κοντά στις Πηγές Βοϊράνης, στα ξωκλήσια των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, των Εσοδειών της Θεοτόκου, του Προφήτη Ηλία και του Αγίου Νικολάου που δεσπόζουν στην αρχαία ακρόπολη του Κεφαλαρίου. Τόποι λατρείας που συχνά συνοδεύονται από ιστορίες για παλαιότερες εκκλησίες και μοναστήρια στο χώρο τους ή για οράματα πιστών που τα ίδρυσαν. Το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα ενισχύεται άλλωστε και από την περηφάνια των κατοίκων πως στα νερά των πηγών Βοϊράνης βαφτίστηκε η πρώτη χριστιανή στην Ευρώπη, η Λυδία, στο ομώνυμο χωριό.